σύνδενδρος

σύνδενδρος
-η, -ο / σύνδενδρος, -ον, ΝΑ
(για τόπο) γεμάτος δένδρα, κατάφυτος από δένδρα («σύνδενδρος ὕλη», Βάβρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδενδρον Ν
τόπος κατάφυτος από δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. κατά-δενδρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σύνδενδρος — thickly wooded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνδενδρον — σύνδενδρος thickly wooded masc/fem acc sg σύνδενδρος thickly wooded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδένδροις — σύνδενδρος thickly wooded masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδένδρου — σύνδενδρος thickly wooded masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδένδρους — σύνδενδρος thickly wooded masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδένδρων — σύνδενδρος thickly wooded masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδένδρῳ — σύνδενδρος thickly wooded masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνδενδρα — σύνδενδρος thickly wooded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνδενδροι — σύνδενδρος thickly wooded masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”